απονίτρωση

απονίτρωση
Χημική αντίδραση που συνίσταται στην απόσπαση των νιτρικών ομάδων από ένα μόριο με επακόλουθο τον σχηματισμό νιτρικού οξέος. Είναι μια πορεία αντιδράσεων που γίνεται συχνά στα νιτρικά παράγωγα της κυτταρίνης, τα οποία χρησιμοποιούνται για υφαντικές ίνες, έτσι ώστε να ελαττωθεί η ευφλεκτότητα του χρησιμοποιούμενου προϊόντος. Οι νιτρικές ομάδες απομακρύνονται με υδροθειούχο νάτριο ή αμμώνιο. Α. λέγεται και η αναγωγή των νιτρικών αλάτων που γίνεται στο έδαφος με τη συνεργασία πολυάριθμων μικροοργανισμών. Η α. μετατρέπει, ανάλογα με τις περιπτώσεις, τα νιτρικά άλατα σε νιτρώδη ή αμμωνία και έχει επομένως μεγάλη σημασία για τα χαρακτηριστικά ενός αγροτεμαχίου. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται σε όλα τα εδάφη, αλλά χρειάζονται ειδικές συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας. Η αναγωγή των νιτρικών αλάτων μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να δημιουργήσει στοιχειακόάζωτο. Αυτό το τελευταίο φαινόμενο καταντά να έχει αρνητική σημασία στη γεωργία, επειδή το άζωτο αυτό διαχέεται στην ατμόσφαιρα, κάτι που έχει ως επακόλουθο να μένει το έδαφος εξαντλημένο. Η α. γίνεται τόσο με άμεσα ειδικά απονιτρωτικά όσο και με έμμεσα ή συμπτωματικά. Στα πρώτα ανήκουν μικροοργανισμοί (bacillus denitrothermophilus, flavobacterium denitrificans) ικανοί να μετατρέπουν απευθείας τα νιτρικά σε στοιχειακό άζωτο. Από τα έμμεσα απονιτρωτικά, που είναι πολυάριθμα, κυριότερα είναι τα: bacillus mesentericus, serratia marcescens, escherichia coli. Οι απονιτρωτικοί μικροοργανισμοί αφθονούν στα οργανικά συστατικά του εδάφους, στα περιττώματα των ζώων και στο άχυρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απονίτρωση — η το χάσιμο αζώτου είτε στο έδαφος είτε σε κάποια ουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • εκνίτρωση — η (AM ἐκνίτρωσις) καθαρισμός με νίτρο, απονίτρωση …   Dictionary of Greek

  • εκνιτρωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί απονίτρωση («εκνιτρωτικά βακτήρια») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”